οψιμάθεια

οψιμάθεια
η [οψιμαθής]
η ιδιότητα τού οψιμαθούς, μάθηση που αποκτήθηκε σε προχωρημένη ηλικία, καθυστερημένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οψιμαθία — ὀψιμαθία, ἡ (Α) [οψιμαθής] η οψιμάθεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”